περιστόμιο(ν)

περιστόμιο(ν)
το тех устьице (труба и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "περιστόμιο(ν)" в других словарях:

  • περιστόμιο — το ό,τι είναι γύρω από στόμιο, τρύπα, άνοιγμα, κυρίως σε τεχνικά έργα: Το περιστόμιο σήραγγας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • εμφορβιούμαι — ἐμφορβιοῡμαι ( όομαι) (Α) [φορβ(ε)ιά] τοποθετώ περιστόμιο για να παίξω αυλό (όπως έκαναν οι αυλητές) …   Dictionary of Greek

  • πηγαδόπετρα — η, Ν πέτρινο περιστόμιο πηγαδιού …   Dictionary of Greek

  • σύμπλεκτος — ον, Α [συμπλέκω] 1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ) 2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • φρεάτιο — το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α [φρέαρ, ατος] υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκι νεοελλ. 1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα 2. ναυτ. α)… …   Dictionary of Greek

  • χάβον — τὸ, Α περιστόμιο, καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλον τ. τού χάμος* «φίμωτρο»] …   Dictionary of Greek

  • χαλινίσκος — ο, Ν απλός τύπος χαλινού αποτελούμενος μόνον από υποστόμιο παραχαλινίδας, παραγναθίδες, κορυφαία, υποδέραιο, προμετωπίδιο, περιστόμιο και από τους ρυτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. ίσκος*] …   Dictionary of Greek

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

  • πηγαδόπετρα — η περιστόμιο του πηγαδιού από πέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόχειλο — το το χείλος του πηγαδιού, το περιστόμιό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»